Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπὸ πάντων

См. также в других словарях:

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις …   Dictionary of Greek

  • νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… …   Dictionary of Greek

  • πολυεπαίνετος — ον, Α αυτός που επαινείται πολύ («πολυεπαινετώτατος ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * ἐπαίνετος (< ἐπαινῶ), πρβλ. αξι επαίνετος] …   Dictionary of Greek

  • συνδοξάζω — ΜΑ (κυρίως σχετικά με τον θεό) απονέμω δόξα, δοξολογώ μαζί με άλλον («ὡς μὴ συνδοξαζομένου τοῡ Πνεύματος Πατρί», Επιφάν.) αρχ. 1. επιδοκιμάζω ή παραδέχομαι κάτι από κοινού με άλλον («νόμων... συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων τῶν πολιτευομένων», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • χειρογραφώ — έω, ΜΑ [χειρογράφος] 1. γράφω, καταγράφω με το ίδιο μου το χέρι («δίκην βίβλων τῶν ὑπὸ πάντων... κεχειρογραφημένων», Ωριγ.) 2. δίνω έγγραφη εγγύηση, απόδειξη ή βεβαίωση («χειρογραφήσει ἀμφότερα τὰ μέρη ἐν ἡμέραις τριάκοντα», πάπ.) 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ωμολογημένως — Α ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος τού μέσου παρακμ. τού ρ. ὁμολογῶ] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»